μαζώχτρα

μαζώχτρα
η сборщица (урожая фруктов, плодов), сезонная работница

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μαζώχτρα" в других словарях:

  • μαζώχτρα — η η συλλέκτρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαζώνω + κατάλ. χτρα (πρβλ. φταί χτρα)] …   Dictionary of Greek

  • λιομαζώχτρα — η γυναίκα που μαζεύει τις ελιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιο (II)* + μαζώχτρα] …   Dictionary of Greek

  • σταχομαζώχτρα — η, Ν αυτή που μαζεύει τα στάχια τα οποία απομένουν στο χωράφι μετά τον θερισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυ + μαζώχτρα (< μαζώνω)] …   Dictionary of Greek

  • Εφταλιώτης, Αργύρης — (Μόλυβος, Λέσβος 1849 – Αντίμπ, Γαλλία 1923).Φιλολογικό ψευδώνυμο του ποιητή και συγγραφέα Κλεάνθη Μιχαηλίδη. Σε ηλικία 17 ετών διαδέχτηκε τον πατέρα του στη διεύθυνση του λυκείου στη γενέτειρά του. Σύντομα όμως ξενιτεύτηκε για να ασχοληθεί με το …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»